- ταμιεύς
- -έως, ὁ, Μκαταστηματάρχης.[ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. υποχωρητ. παρ. τού ρ. ταμιεύω].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ταμίας — Ονομάζεται τ. εκείνος ο οποίος διευθύνει ένα ταμείο, ο αρμόδιος για την είσπραξη και πληρωμή χρημάτων καθώς και εκείνος, ο οποίος διαχειρίζεται την περιουσία συλλόγων, σωματείων, συνεταιρισμών κλπ. Κατά την αρχαιότητα ονομάζονταν ταμίαι… … Dictionary of Greek